Οι μελέτες οικογενειών που πάσχουν από χρόνια νόσο (νόσο παρατεταμένης διάρκειας, με συμπτώματα που δεν υποχωρούν και σπάνια θεραπεύονται) δείχνουν ότι οι πάσχοντες βιώνουν τη νόσο ως μια σχεσιακά τραυματική εμπειρία και αυτό φαίνεται να βιώνεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο από τους ίδιους αλλά και από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας (Penn, 2001). Πρόκειται για ένα «τραύμα σχέσεων» καθώς επηρεάζει τα μέλη ενός ευρύτερου συστήματος και τα οποία παρουσιάζουν επίσης συμπτώματα άγχους, απομόνωσης και αβοηθητότητας (Sheinberg & Fraenkel, 2000). Ταυτόχρονα, επικρατούν ορισμένες αρνητικές μεταφορές που περιβάλλουν και κατακλύζουν τον άρρωστο και την οικογένεια του και σχετίζονται με την εξάρτηση, τα φτωχά γονίδια, τις καταπιεσμένες προσωπικότητες, την αδυναμία κ.α (Sontag, 1984). Αυτές οι αρνητικές μεταφορές ή εξωτερικές φωνές συναντούν τις εσωτερικές φωνές του ασθενή και το αποτέλεσμα είναι η σιωπή που αποσυνδέει τους ανθρώπους σε μια περίοδο που είναι να συνδεθούν πάνω απ’ όλα. Εκτός από την ατελείωτη ανησυχία για το θάνατο, είναι ακόμη πιο επώδυνο όταν οι οικείοι σταματούν να νιώθουν οτι μπορούν να μιλήσουν μεταξύ τους. Πολλές φορές, ο ασθενής προσπαθεί να μιλήσει για τη νόσο αλλά η οικογένεια δεν μιλά γι’ αυτή. Έχει διαπιστωθεί οτι η εμπειρία του να μην μιλάς είναι εξίσου τραυματική για τη σχέση. Το βίωµα του πόνου, το να υποφέρει κανείς, υπάρχει πέρα από τη γλώσσα, οπότε αυτές οι συναισθηµατικές εµπειρίες παραµένουν άφωνες και αυτό τις καθιστά «απρόσιτες στην κατανόηση» (Morris, 1996). Η απουσία λέξεων, η σιωπή, είναι στην ουσία ένας τρόπος να κρατήσει κανείς απέξω τον πόνο και την ιστορία που προκάλεσε όλη την ένταση ή τη διέγερση. . Η έννοια της σιωπής είναι, ουσιαστικά, µια απώλεια της φωνής και µια απώλεια της δύναµης, και µπορεί να οδηγήσει σε απώλεια µιας συνεκτικής ταυτότητας (Brison, 2002; Janoff-Bulman, 1992). Μέσω της σιωπής αποφεύγεται η αναβίωση της επώδυνης τραυµατικής κατάστασης, εφόσον, όσο δεν µιλάει κανείς, αρνείται την πραγµατικότητα του γεγονότος, κάνει σαν να µη συνέβει το γεγονός, στην ουσία όµως εµποδίζει την επεξεργασία, τη νοηµατοδότηση και αποτελεί µια επιβαρυντική συνθήκη. Ο άνθρωπος, αντιµέτωπος µε µια τραυµατική κατάσταση, χάνει το αίσθηµα ότι διαθέτει έναν ασφαλή τόπο, στον οποίο µπορεί να καταφεύγει για να επεξεργαστεί τα συναισθήµατά του, και κατά συνέπεια αισθάνεται αβοήθητος (Van der Kolk, 1987). Όταν μπορείς να πεις σε αυτούς που αγαπάς, πως πραγματικά είσαι και τα βαθύτερα συναισθήματά σου γύρω από την ασθένεια, αυτό παράγει σωματική ανακούφιση ενώ απελευθερώνει και τους άλλους να ανταποκριθούν αντίστοιχα σε αυτό. Η οικογένεια πολλές φορές δεν μιλά θεωρώντας οτι έτσι προστατεύει τον ασθενή όμως η εμπειρία δείχνει οτι το να μιλάς συνήθως προσφέρει υποστήριξη και ενισχύει τη σχέση ακόμη και αν η επικοινωνία περιλαμβάνει συναισθήματα φόβου, αβοηθητότητας ή θυμού (Penn, 2001). Η Patricia Booth παρατηρεί οτι οικογένειες που προσπαθούν να διαχειριστούν τέτοιες ασθένειες, ανακαλύπτουν τι είναι σημαντικό για εκείνους και τι μπορούν να επιδιώξουν ενώ βιώνουν αγαλλίαση όταν τα ανείπωτα μπορούν να ειπωθούν.
Βιβλιογραφικές Πηγές
Brison, S. J. (2002). Aftermath: Violence and the remaking of a self. Princeton, NJ: Princeton Uni- versity Press
Janoff-Bulman, R. (1992). Shattered assumptions. New York: Free Press
Morris, D., (1996). About suffering: Voice, genre, and moral community. Daedelus, 125, 25-45
Penn, P. (2001). Chronic Illness: Trauma, Language and Writing: Breaking the Silence. Family Process, 40: 33-52.
Sheinberg, M., & Fraenkel, P. (2000). The relational trauma of incest: A family-based approach to treatment. New York: Guilford Press.
Sontag, S. (1984). Illness as metaphor. Garden City NY: Doubleday Books.Van Der Kolk, B. (1987). Psychological Trauma. Washington, DC: American Psychiatric Press